- Κυματολήγη
- Κυματολήγη, ἡ (Α)(όν. Νηρηίδας) αυτή που καταπραΰνει, που καταπαύει τα κύματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, -α-τ-ος + -λήγη (< λήγω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κυματολήγη — Wave stiller fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυματολήγῃ — κυματολήγη Wave stiller fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυματολήγη — Κῡματολήγη , Κυματολήγη Wave stiller fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυματολήγῃ — Κῡματολήγῃ , Κυματολήγη Wave stiller fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Cymatolége — CYMATOLÉGE, es, Gr. Κυματολήγη, ης, eine von den Nereiden. Hesiod. Theog. v. 253. Sieh Nereides … Gründliches mythologisches Lexikon
κύμα — Διάδοση μιας διαταραχής περιοδικής μορφής με πεπερασμένη ταχύτητα στον χώρο, αρχικά εντοπισμένης, η οποία περιέχει ή όχι ένα υλικό μέσο. Η διάδοση αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση μετακινήσεις του συνόλου του μέσου διάδοσης, αλλά μεταφορά… … Dictionary of Greek